προαποκαθίσταμαι

προαποκαθίσταμαι
Α
(για οίδημα) θεραπεύομαι πρωτύτερα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + ἀποκαθίσταμαι «επανέρχομαι στην προηγούμενη κατάσταση»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”